χρονίσει

χρονίσει
χρονίζω
spend time
aor subj act 3rd sg (epic)
χρονίζω
spend time
fut ind mid 2nd sg
χρονίζω
spend time
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχρόνιστος — και αχρόνιαστος και αχρόνιαγος, η, ο 1. αυτός που δεν χρόνισε, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ένα έτος 2. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη χρονίσει, να πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”